τσάρλεστον — το άκλ. (λ. αγγλ.), είδος χορού των μαύρων της Β. Αμερικής που διαδόθηκε και στην Ευρώπη γύρω στο 1925 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιρτζίνια, Δυτική — (West Virginia).Πολιτεία (62.761 τ. χλμ., 1.801.916 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Συγκροτήθηκε το 1863 από τις κομητείες, που είχαν μείνει πιστές στην Ένωση, του δυτικού τμήματος της πολιτείας Βιρτζίνια (βλ. λ.), η οποία… … Dictionary of Greek
Καρολίνα, Νότια — (South Carolina). Ομόσπονδη πολιτεία (80.582 τ. χλμ., 4.063.011 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ με πρωτεύουσα την Κολούμπια (Columbia, 116.278 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Β με τη Βόρεια Καρολίνα, στα Ν και ΝΔ με την πολιτεία της Γεωργίας (Τζόρτζια) και Α… … Dictionary of Greek
Βιρτζίνια — (Virginia). Πολιτεία (105.586 τ. χλμ., 7.187.734 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται Α από τον Ατλαντικό ωκεανό, που σχηματίζει τον κόλπο Τσέζαπικ, και συνορεύει ΒΑ με την πολιτεία Μέριλαντ και την ομόσπονδη… … Dictionary of Greek
Κολούμπια — I (Columbia). Πόλη (116.278 κάτ. το 2000) των ΗΠΑ και πρωτεύουσα της πολιτείας της Νότιας Καρολίνα. Είναι χτισμένη στον ποταμό Κογκαρί και θεωρείται αξιόλογο κέντρο ναυσιπλοΐας, καθώς επίσης σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος. Στην Κ. λειτουργούν… … Dictionary of Greek
Μενότι, Τζιαν Κάρλο — (Gian Carlo Menotti, Καντελιάνο 1911 –). Ιταλοαμερικανός μουσικοσυνθέτης. Άρχισε να συνθέτει τραγούδια υπό την καθοδήγηση της μητέρας του, σε ηλικία επτά ετών και, τέσσερα χρόνια αργότερα, είχε γράψει την πρώτη του όπερα Ο Θάνατος του Πιερότου.… … Dictionary of Greek
Μορς, Σάμουελ Φίνλεϊ Μπριζ — (Samuel Finley Breeze Morse, Τσάρλεστον, Μασαχουσέτη 1791 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός εφευρέτης της ηλεκτρομαγνητικής τηλεγραφίας. Σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο, όπου απέκτησε λογοτεχνική και καλλιτεχνική μόρφωση. Μετά την επιστροφή του στη… … Dictionary of Greek
Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… … Dictionary of Greek
Νεβάδα — (Nevada). Ομόσπονδη Πολιτεία (286.352 τ. χλμ., 2.106.074 κάτ. το 2001) των δυτικών ΗΠΑ, η οποία συνορεύει με την Όρεγκον στα ΒΔ, την Αϊντάχο στα ΒΑ, τη Γιούτα στα Α, την Αριζόνα στα ΝΑ και την Καλιφόρνια στα Ν και στα Δ. Πρωτεύουσά της είναι η… … Dictionary of Greek
Σάλι, Τόμας — (Sully). Αμερικανός ζωγράφος (Χορυκάστλ, Αγγλία 1783 – Φιλαδέλφεια 1872). Το 1792 μετανάστευσε με την οικογένεια του στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας και το 1801 ξεκίνησε την καριέρα του σαν προσωπογράφος. Το 1809 ξαναγύρισε στην Αγγλία για να … Dictionary of Greek